- ἀπόγραψε
- ἀπογράφωwrite offaor ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απογράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. κάνω απογραφή: Απογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. 2. τελειώνω το γράψιμο: Απόγραψε το παιδί όλα τα μαθήματά του. 3. ξεγράφω, σβήνω: Αυτόν απόγραψέ τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)